16 Αυγούστου 2024. Η ώρα λίγο μετά τις 9 το βράδυ. Στην πλατεία του χωριού, έξω ακριβώς από τη μεγάλη εκκλησία, όλα είναι έτοιμα για το ετήσιο καλοκαιρινό πανηγύρι. Οι πλαστικές καρέκλες και τα σιδερένια τραπέζια με τα κάτασπρα χάρτινα τραπεζομάντηλα, οι ψησταριές με τα αμέτρητα σουβλάκια, τα όργανα στην πίστα, τα πάντα. Λίγα μέτρα μακριά, δίπλα ακριβώς στο γεφύρι απ’ όπου περνάει το ρέμα, ο κύριος Λευτέρης στέκεται έξω από το παραδοσιακό καφενείο του και πίνει την μπύρα του σιωπηλός.
Αυτή είναι μια συνήθεια που την ακολουθεί πιστά εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, όσο περίπου χρόνος έχει περάσει από την πρώτη ημέρα που άνοιξε το μαγαζί με τον πατέρα του. Μας υποδέχεται εγκάρδια. Στην αρχή αναρωτιέται: «μα γιατί θέλετε να γράψετε για το μαγαζί. Δεν έχει και καμιά φοβερή ιστορία;». Όσο περνάει η ώρα, όμως, η μία ιστορία ξεπηδά μέσα από την άλλη.
Ένα καφενείο με ιστορία 60 ετών
Όλα ξεκίνησαν πριν από ακριβώς 60 χρόνια, το 1964. «Εμείς ήμασταν στο παλιό χωριό επάνω. Όταν κατεβήκαμε εδώ ήταν τέσσερα σπίτια. Για μαγαζιά πηγαίναμε στη Ποδογορά, το επόμενο ακριβώς χωριό. Τότε η Ποδογορά ήταν κέντρο μεγάλο. Εκεί βρίσκονταν όλα. Δικαστήρια, μαγαζιά, τα πάντα» εξηγεί ο Λευτέρης Κούτρας και συνεχίζει:
«Όταν φτιάξαμε το σπίτι, έμειναν κάποιες πέτρες περίσσευμα και είπαμε με τον πατέρα μου να φτιάξουμε ένα κουζινάκι, βοηθητικό στο σπίτι. Τότε ένας γείτονας είπε στον πατέρα μου: “Ρε Τάκη, επειδή είσαι και της δουλειάς, -ο πατέρας μου ασχολούταν ήδη με τα καφενεία- δεν παίρνεις εκείνες τις πέτρες να φτιάξουμε ένα μαγαζάκι να μην πηγαίνουμε κάτω στην Ποδογορά όλη τη νύχτα, χειμώνας καιρός με τα ρέματα”. Κι έτσι εδραιώθηκε το καφενείο μέχρι σήμερα».
Ο κύριος Λευτέρης, μπήκε 14 ετών παιδί στο καφενείο και σήμερα φτάνει τα 74. Και τι δεν έχει ζήσει εκεί μέσα, όπως εξηγεί. «Θα σου πω ένα σκηνικό. Εδώ σταμάταγαν τα άγονα αυτοκίνητα, όπως τα λέγαμε, από τον Βάλτο πάνω. Για να φτάσουν, όμως ως το Αγρίνιο, τους έπαιρνε το απόγευμα. Αλλά χάλαγαν, άλλα κόλλαγαν. Μια φορά, λοιπόν, ακούσαμε κάποια που ρέκαζε από τον πόνο. Ήρθε μια γυναίκα κακομοίρα, μου έλεγε η μάνα μου, και γεννάει. Την κατέβασαν εδώ. Τελικά την πήραν, με το μισό παιδί έξω και έφυγαν κάτω» σημειώνει.
Το μαγαζί είναι όντως λες και έχει βγει από μια σειρά εποχής. Οι παλιοί χάρτες στους τοίχους με την επικράτεια της Ελλάδας, οι αφίσες με τα αλπικά τοπία, τα κρεμασμένα κομπολόγια, ο τιμοκατάλογος δίπλα σε μια εικόνα. Όπως εξηγεί ο κύριος Λευτέρης, το μαγαζί στην αρχή ήταν πιο χαμηλά στο ίδιο σημείο. «Όταν φτιάξαμε το πρώτο, δεν υπήρχε δρόμος εδώ, ήταν χωράφι. Ο δρόμος περνούσε κάτω από το ποτάμι. Μετά έφτιαξαν τον δρόμο, τον μπάζωσαν και μείναμε εμείς από κάτω. Και μετά το σήκωσα εγώ επάνω. Και από το 1995 είναι έτσι όπως το βλέπεις».
Οι παλιές φωτογραφίες και η ζωή σήμερα
Όσο εμείς παρατηρούμε τον χώρο, εκείνος πηγαίνει με αργά βήματα στον πάγκο του μαγαζιού. Ανοίγει ένα συρτάρι και από μέσα βγάζει μια πλαστική σακούλα γεμάτη με παλιές φωτογραφίες. Από το παλιό μαγαζί, τα παιδιά του, τα νιάτα του. Κάθε μία από αυτές έχει και τη δική της ιστορία.
«Να αυτός είμαι εδώ εγώ, βλέπεις; Κι αυτοί εδώ ήταν φίλοι από τη Σιάτιστα. Μ’ αυτόν εδώ επικοινωνώ ακόμα. Ο άλλος πέθανε νέος. Κι εδώ είμαι πριν ακόμα πάω φαντάρος» λέει όσο βάζει τις φωτογραφίες πάλι στη θέση τους. Οι καιροί έχει καταλάβει και ο ίδιος ότι έχουν αλλάξει.
Τα παραδοσιακά καφενεία στα χωριά του ορεινού Βάλτου κλείνουν μετά το άλλο και στη θέση τους ανοίγουν πιο σύγχρονες καφετέριες, όμοιες με εκείνες των πόλεων. Οι συνθήκες γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, μάλιστα, εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης μείωσης του πληθυσμού των μόνιμων κατοίκων που ζουν στα χωριά της περιοχής, τις τελευταίες δεκαετίες.
«Εγώ το έχω για φούντο τώρα, έτσι το κρατάω» μας εκμυστηρεύεται. Αν γύριζε τον χρόνο πίσω, δε θα ασχολούνταν με το συγκεκριμένο επάγγελμα. Μπορεί να έχει γνωρίσει ένα σωρό κόσμο αλλά όπως λέει: «είναι παλιοδουλειά, καθόλου ευχάριστη. Δέσιμο».
Ο κύριος Λευτέρης σήμερα.
Τα όργανα έχουν ξεκινήσει να παίζουν στο πανηγύρι δίπλα. Εκείνος βγαίνει μαζί μας από το άδειο μαγαζί και κάθεται στη συνηθισμένη του θέση. Βάζει ένα ποτήρι κρύα μπύρα και συνεχίζει να λέει ιστορίες από τους ανθρώπους που πέρασαν από το μαγαζί αλλά δεν ζουν πια.
Όπως λέει γελώντας, έχει πολύ καλή μνήμη και αυτό τον έχει βοηθήσει όλα όσα συνέβησαν εκεί μέσα. Τον αποχαιρετούμε, γνωρίζοντας ότι είχαμε μόλις την τύχη να επισκεφτούμε ένα από τα τελευταία παραδοσιακά καφενεία της ελληνικής επαρχίας. Ένα από τα απομεινάρια μιας εποχής που δε θυμίζει σε τίποτα το σήμερα.
Info: Το καφενείο του Λευτέρη Κούτρα βρίσκεται στους Γιαννόπουλους Αιτωλοακαρνανίας, ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο και λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία του χωριού.
reader.gr – Άκης Κατσούδας