
Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΡΥΖΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
του Κώστα Σακαρέλου
Το ρύζι είναι το βασικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής για τον μισό πληθυσμό της γης, αλλά συγχρόνως ισχυρό σύμβολο ευτυχίας, ευημερίας και γονιμότητας. Η σοδειά του ρυζιού σήμερα ξεπερνά τα 500 εκατ. τόνους. Καλλιεργείται σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπως την Αυστραλία, την Αίγυπτο και, κυρίως, σε περιοχές της Ασιατικής Ηπείρου. Το ρύζι παρέχει στον άνθρωπο το 20% της ενέργειας και το 13% των πρωτεϊνών που χρειάζεται ο οργανισμός του.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, από την Κίνα ως τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η παραγωγή ρυζιού μειώνεται, με αποτέλεσμα οι τιμές, για περισσότερους από 3,5 δισεκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού, των οποίων οι κάτοικοι καταναλώνουν το 90% του ρυζιού παγκοσμίως, να παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Η καλλιέργεια ρυζιού στην Ελλάδα έχει παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κατατάσσεται τρίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην παραγωγή ρυζιού, μετά την Ιταλία και την Ισπανία. Η συνολική έκταση των καλλιεργούμενων με ρύζι εκτάσεων ανέρχεται σε 300.000 στρέμματα, περίπου. Η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 270.000 τόνους σε ρύζι με φλοιό, ενώ η καθαρή παραγωγή αγγίζει τους 150.000 τόνους.
Στη χώρα μας, το ρύζι καλλιεργείται, κυρίως, στους νομούς Θεσσαλονίκης, Σερρών και, λιγότερο, στους νομούς Καβάλας, Ημαθίας, Φθιώτιδας, Αιτωλοακαρνανίας και Πιερίας.
Ο βιολογικός κύκλος του ρυζιού κυμαίνεται από 6-8 μήνες, ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Δεν έχει εξακριβωθεί πότε εισήχθη η καλλιέργεια ρυζιού στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στην κτηματική περιφέρεια του Αιτωλικού και στη θέση «Κούντουρος» καλλιεργούνταν ρύζι σε αλατούχα χωράφια, στα οποία ήταν αδύνατη η καλλιέργεια άλλων φυτών, λόγω μεγάλης αλατότητας. Η άρδευση γινόταν με κεντρικό προσαγωγό αυλάκι, γνωστό με την ονομασία «Ριζομάνα», το οποίο έφερνε το νερό από τις πηγές της τοποθεσίας «Γριντζάλι», που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του χωριού Μάστρου, Β.Δ. του Αιτωλικού.
Η καλλιέργεια ρυζιού μέχρι το 1949 γινόταν από γεωργούς των περιφερειών Ευηνοχωρίου, Γαλατά και Περιθωρίου της επαρχίας Μεσολογγίου και Καλυβίων, Δοκιμίου και Αγρινίου της επαρχίας Τριχωνίδας. Η άρδευση των ορυζώνων γινόταν δια της βαρύτητας από τα νερά των ποταμών Ευήνου και Αχελώου. Αν και η ποιότητα των παραγόμενων ρυζιών ήταν εξαιρετική, η έκταση της ορυζοκαλλιέργειας ήταν περιορισμένη. Οι κυριότεροι λόγοι περιορισμού της ήταν η μεγάλη διακύμανση της τιμής του ρυζιού, οι δυσκολίες της καλλιέργειας και συγκομιδής του προϊόντος, καθώς και η ελονοσία, που αποτελούσε τότε φοβερή μάστιγα για τους κατοίκους των περιοχών καλλιέργειας.
Το έτος 1949 καλλιεργήθηκαν, για πρώτη φορά, 600 περίπου στρέμματα αλατούχων χέρσων εκτάσεων στην κτηματική περιφέρεια Νεοχωρίου. Οι αποδόσεις ήταν πολύ ικανοποιητικές και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος εξαιρετική. Εξάλλου, οι τιμές τη χρονιά εκείνη, καθώς και την επόμενη, ήταν πολύ ικανοποιητικές για τους παραγωγούς. Από τότε κεντρίστηκε το επιχειρηματικό ενδιαφέρον πολλών, με αποτέλεσμα, ακόμα και μη γεωργοί, να διαθέσουν σημαντικά κεφάλαια στην ορυζοκαλλιέργεια. Τα επόμενα έτη οι διακυμάνσεις των τιμών από τη μια και οι επιπτώσεις των φυσικών φαινομένων από την άλλη, ζημίωσαν τους καλλιεργητές. Παρόλα αυτά, η καλλιέργεια επεκτάθηκε ραγδαία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση και λειτουργία πέντε μικρών βιομηχανιών επεξεργασίας αναποφλοίωτου ρυζιού στο Νεοχώρι, στο Αιτωλικό, στο Αγρίνιο και στη Ναύπακτο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η ορυζοκαλλιέργεια επεκτάθηκε στα 50.000 στρέμματα, ενώ η παραγωγή έφτασε τις 13.980.000 οκάδες. Στην αύξηση της παραγωγής συνέβαλε η αύξηση των καλλιεργημένων με ρύζι εκτάσεων, η αξιοποίηση των αλατούχων εδαφών της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Νεοχωρίου – Παραχελωίτιδας, χάρη στην οργανωμένη προσπάθεια και συμβολή του ελληνικού Δημοσίου, η αξιοποίηση εμπειριών, καθώς και η βελτίωση του τρόπου καλλιέργειας.
Στον παρακάτω πίνακα αποτυπώνεται η καλλιεργούμενη με ρύζι έκταση στην Ελλάδα και την Αιτωλοακαρνανία, καθώς και ο όγκος του παραγόμενου προϊόντος ανά έτος, για μια εικοσαετία, αρχής γενομένης από το 1935.
Σε ολόκληρη την Ελλάδα | Στον νομό Αιτωλοακαρνανίας | |||
Έτος | Έκταση σε στρέμματα | Παραγωγή σε οκάδες | Έκταση σε στρέμματα | Παραγωγή σε οκάδες |
1935 | – | – | 3.420 | 741.000 |
1936 | – | – | 7.000 | 1.930.000 |
1937 | – | – | 14.760 | 3.344.500 |
1938 | – | – | 9.650 | 1.892.000 |
1939 | – | – | 4.500 | 1.100.000 |
1940 | – | – | 4.750 | 905.000 |
……… | ||||
1948 | 35.000 | 8.150.000 | 2.320 | 500.000 |
1949 | 75.325 | 20.075.000 | 8.725 | 1.762.500 |
1950 | 98.815 | 31.975.000 | 19.800 | 6.474.000 |
1951 | 195.000 | 56.000.000 | 39.950 | 8.650.000 |
1952 | 215.000 | 75.000.000 | 31.750 | 13.930.000 |
1953 | 174. 000 | 65.700.000 | 24.800 | 8.650.000 |
1954 | 215.750 | 88.400.000 | 44.500 | 13.930.000 |
1955 | 181.000 | 50.000.000 | 50.000 | 13.980.000 |
Πηγή: «Αιτωλοακαρνανικά Χρονικά», Όργανον της Νομαρχίας Αιτωλίας και Ακαρνανίας, έτος Α΄, Απρίλιος 1956, Αριθμός 2