Ελληνική Παράδοση – Τα γουρνοτσάρουχα στον Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας
του Βαγγελη Μητρακου
Στα χρόνια τα παλαιότερα, σαν ερχότανε ο χειμώνας με τις βροχές, τα χιόνια και τα κρούσταλλα, με τα κρύα τα βαριά και τις μεγάλες νύχτες , κλείνονταν οι άνθρωποι του χωριού στα σπίτια τους. Και να θέλανε, δουλειά δεν μποράγανε να κάνουνε έξω απ’ αυτά. Όμως κι εκεί, μέσα στα σπίτια τους κλεισμένοι, βρίσκανε τον τρόπο να μην κάθονται άπραγοι. Από την πείρα που είχανε κληρονομήσει από τους παλιότερους είχανε οργανώσει τη ζωή τους με τέτοιον τρόπο, ώστε να αξιοποιούνε ακόμα και τις μακριές νύχτες του χειμώνα, για να περνούν ευχάριστα, κάνοντας συγχρόνως και διάφορες, απαραίτητες για το σπίτι και την οικογένεια, εργασίες. Αυτά ήτανε τα περίφημα νυχτέρια, στα οποία συμμετείχαν, πολλές φορές, εκτός από την οικογένεια, και διάφοροι συγγενήδες και φίλοι.
Έτσι, λοιπόν, σαν έφτανε γρήγορα το βαρύ χειμωνιάτικο σούρουπο, παχνίζανε τα ζωντανά τους, τα τάιζαν, τα κούρνιαζαν, τα μαντάλωναν και μετά ερχότανε η δική τους η σειρά. Τρώγανε το λιτό βραδινό φαγητό τους κι ύστερα πιάνανε το νυχτέρι. Μια από τις δουλειές που έκαναν σ’ αυτή τη συντροφική νυχτοδουλειά ήτανε να φτιάξουνε για τα μέλη της οικογένειας κάλτσες, φανέλες, παντόφλες αλλά και γουρνοτσάρουχα!
Τα γουρνοτσάρουχα ήτανε μια δουλειά που την κάνανε οι άντρες. Ενώ οι γυναίκες πλέκανε με τις βελόνες και το βελονάκι, γνέθανε το μαλλί, κεντάγανε , ξεσπυρίζανε το καλαμπόκι, σπάγανε τα καρύδια και τα μύγδαλα κλπ , κλπ, οι άντρες πιάνανε το πετσί του γουρουνιού που το είχανε πρώτα (εδώ και καιρό) μαλακώσει, «παίρνανε τα μέτρα» από το πόδι εκεινού που χρειαζότανε «ποδεμή», βαζοντάς τον να πατήσει πάνω στο πετσί, και το κόβανε ύστερα γύρω-γύρω με ένα κοφτερό μαχαίρι αφήνοντας περιθώριο για να γυρίσει προς τα πάνω και ν’ αγκαλιάσει το πόδι. Μετά άνοιγαν με ένα σουβλί αραιές τρύπες στο πάνω μέρος του πετσιού, γύρω-γύρω, έραβαν το μπροστινό μέρος με μια μεγάλη βελόνα για να γίνει σαν βαρκούλα και να κλείσει μπροστά και πάνω στο στήθος του ποδιού και –τέλος- περνούσαν μέσα από τις τρύπες ένα πέτσινο κορδόνι που είχανε κόψει από το ίδιο δέρμα, για να δένει το γουρνοτσάρουχο και να μη βγαίνει από το πόδι και … «με γεια σου…καλοφόρετο και καλόλιωτο»!!! Βέβαια, δεν υπήρχε αριστερό και δεξιό γουρνοτσάρουχο, όπως είναι τα σημερινά παπούτσια. Και τα δυο γουρνοτσάρουχα ήτανε ακριβώς ίδια και δεν ένοιαζε καθόλου ποιο γουρνοτσάρουχο θα φορεθεί σε ποιο πόδι.
Τα γουρνοτσάρουχα ήταν ελαφριά και στέρεα, αλλά και ανθυγιεινά-κρύα το χειμώνα και ζεστά το καλοκαίρι-, αφού το δέρμα τους ήταν ακατέργαστο. Τα φοράγανε οι χωριάτες για να βγαίνουν στις καθημερινές δουλειές τους, στο όργωμα, στο θέρο, στο αλώνισμα, στον τρύγο, στα πρόβατα κλπ, αλλά και για να διαβαίνουνε στους κακοτράχαλους δρόμους του χωριού τους. Στους τόπους αυτούς, ό,τι είδους παπούτσια ή σαντάλια κι αν φοράγανε θα τρίβονταν και θα χαλούσαν γρήγορα. Οι παλαιότεροι, μάλιστα, που δεν είχανε καθόλου λεφτά, βάζανε γύρω από το πόδι τους λινάτσες, τις τύλιγαν και τις έδεναν για παπούτσια. Όμως οι κοφτερές πέτρες τις έσκιζαν και τους τρύπαγαν το πόδι, το χώμα τρύπωνε μέσα απ’ αυτές, το νερό τις περόνιαζε και «φαφάδιαζαν» τα πόδια, οι πάγοι και τα χιόνια τους περόνιαζαν το χειμώνα και τα αγκάθια κι οι κολιτσίδες κολλάγανε πάνω τους το καλοκαίρι και τους αλλάζανε όψη.
Σκέφτηκαν, λοιπόν, ότι καλύτερη λύση ήταν τα γουρνοτσάρουχα.
Τότε, στα χωριά, η κάθε οικογένεια, ακόμα και η πιο φτωχή, έβαζε το γουρούνι της. Ήτανε ένα ζώο που εκτροφή του δεν κόστιζε τίποτα, αφού έτρωγε τα αποφάγια, τα αποκαθαρίδια, ακόμα και τα απόνερα της κουζίνας με λίγο πίτουρο μέσα. Αυτό το γουρούνι, που μέρα με τη μέρα αύξαινε σε πάχος και σε κρέας, ήτανε το καμάρι της οικογένειας και η ελπίδα της επιβίωσής τους.
Τα Χριστούγεννα γινότανε η περίφημα «γουρ’νοχαρά», το σφάξιμο, δηλαδή του γουρουνιού. Μέσα σε μια χαρούμενη και γιορτινή ατμόσφαιρα, στην οποία συμμετείχαν, εκτός από την οικογένεια, γείτονες, συγγενήδες και φίλοι σφαζότανε το γουρούνι, το γδέρνανε, το κόβανε σε κομμάτια, το βράζανε, παίρνανε το γουρνάλειμμα, γεμίζανε μ’ αυτό τις λαΐνες και βάζανε μέσα τα κομμάτια του βρασμένου χοιρινού μαζί και τα φρεσκοφτιαγμένα λουκάνικα. Από το κεφάλι, τα πόδια και την ουρά έφτιαχναν πατσά. Ακόμα και τα μαλακά μέρη του τομαριού, τα τσιουλιακά (όπως τα λέγανε) , τα κόβανε κομματάκια (σκόρτσα) , και τα έριχναν στη λαΐίνα μαζί με το σύγκριατο και τις τσιγαρίδες. Και τα παιδιά παίρνανε τη «φούσκα» του γουρουνιού, τη φουσκώνανε αέρα με το στόμα, τη δένανε και την είχανε (όσο άντεχε) για τόπι. Χαμένο δεν πήγαινε τίποτα. Το μέρος της ράχης του τομαριού, που ήταν σκληρό και γερό, το κρατάγανε για να φτιάξουνε τσαρούχια. Το αλατίζανε για να μη σαπίσει και βρομίσει, το ξύνανε για να γίνει λεπτό και κατεργάσιμο, το ξεραίνανε στον ήλιο καμιά 20αριά μέρες και μετά φτιάχνανε τα γουρνοτσάρουχά τους, που επειδή είχανε την τρίχα απ’ έξω, είχανε το πλεονέκτημα να μη γεμίζουν λάσπες. Αντί για κάλτσες έβαζαν τα πλεκτά, χοντρά τσουράπια ή τα φοράγανε κι έτσι, σκέτα. Η αντοχή των γουρνοτσάρουχων , φυσικά, δεν ήταν μεγάλη. Τρίβονταν και ξεραίνονταν. Για να τα μαλακώσουν, τους έβαζαν γουρνάλειμμα απ’ αυτό που είχανε στις λαΐνες.
Άμα η ανάγκη ήτανε μεγάλη και δεν υπήρχε τομάρι γουρουνιού για να φτιάξουνε γουρνοτσάρουχα βρίσκανε άλλη λύση οι παλαιοί: Όταν ψόφαγαν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια και σούρνοντας πήγαιναν και τα πέταγαν μακριά απ’ το χωριό στα ρέματα και τις κωλοσάρες, έτρεχαν πολλοί χωριανοί και όποιος προλάβαινε τα έγδερνε και έφτιαχνε με το δέρμα τους τσαρούχια με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνανε τα γουρνοτσάρουχα. Αργότερα, όταν κυκλοφόρησαν τα αυτοκίνητα και βρίσκανε λάστιχα πεταμένα, τα μαζεύανε και φτιάχνανε τσαρούχια λαστιχένια, σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και της…μιζέριας. (Ιστορίες ζωής που καλό είναι να τις μαθαίνουνε οι σημερινοί Έλληνες, που με την πρώτη δυσκολία κιοτεύουν και παραπονιούνται.)
Όσο ήτανε στεγνό το γουρνοτσάρουχο κάτι πήγαινε κι ερχότανε. Αλλά, αν ίδρωνε το πόδι, όπως για παράδειγμα του ζευγολάτη όταν όργωνε, τότε το γουρνοτσάρουχο γλίστραγε, έφευγε απ’ τη θέση του και το πόδι πάταγε στο χώμα. Το βράδυ πάλι αν τα ξεχνούσαν έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού, στην αυλή, το πρωί που ξημέρωνε είναι ζήτημα αν τα έβρισκαν, γιατί τα άρπαζαν τα σκυλιά που γύριζαν όλη τη νύχτα στο χωριό. Πολλές φορές, ακόμα και στο δρόμο, ένα πεινασμένο σκυλί όρμαγε στο διαβάτη για να του φάει τα γουρνοτσάρουχα που φόραγε.
Αυτά και άλλα γίνονταν τότε, που ακόμα και τα παπούτσια ήτανε πολυτέλεια και το γουρνοτσάρουχο που φόραγες στο πόδι σου, όταν περπάταγε δίπλα στο αρχοντικό τσαρούχι, το μαλακό και το στολισμένο, ή πλάι στη «βακέτα» του μπρούκλη, σήμαινε ότι σε τούτη τη ζωή δεν είναι όλοι ίσοι και ότι ο αγώνας που έπρεπε να γίνει ήτανε και για να φύγει κάποτε το γουρνοτσάρουχο απ’ το πόδι του φτωχού και να φορέσουν ΟΛΟΙ καλά ποδέματα.
Βέβαια, μπορεί το γουρνοτσάρουχο να ήτανε κάποτε το πόδεμα της φτώχειας όμως το φόρεσαν Έλληνες με πλούσια καρδιά και ψυχή που δεν το’χανε ντροπή αλλά καμάρι να λένε: «Εγώ μεγάλωσα με γουρνοτσάρουχα»:
«…Τέτοια ήταν και η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα, έτσι την καταγράφει στην αναφορά του στο στρατηγείο ο Δημήτριος Νότη Μπότσαρης, που συμμετείχε στις μάχες του Μπιζανίου για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων.
Η Λάμπρω ήταν μια απλή κοπέλα που βόσκαγε τα πρόβατά της στο χωριό της, την Κοσμηρά. Οχι μακριά από το Μπιζάνι. Ομως, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Κι έτσι, όταν ο αγάς της περιοχής την κάλεσε να την ελέγξει που δεν πειθαρχούσε στις εντολές του, η Λάμπρω δεν κιότεψε. Ο αχός από τα κανόνια του Μπιζανίου έφτανε ώς το χωριό της. Ολοι μιλούσαν γι’ αυτό που έρχεται. Ακουγε άλλους που σιωπούσαν περιμένοντας να δούνε προς το πού θα γείρει η ζυγαριά.
Η ίδια δεν το πολυσκέφτηκε. Χρειαζόταν μόνο γουρνοτσάρουχα, τόσο πολύ η φτώχεια έδερνε τα γονικά της. Τα πήρε με την απειλή μαχαιριού, φόρεσε τη φουστανέλα της, πώς αλλιώς θα γινόταν αποδεκτή σ’ έναν χώρο που η γενναιότητα θεωρήθηκε ανδρικό προνόμιο. Η Λάμπρω παρέσυρε στο διάβα της όλα τα στερεότυπα. Παθιασμένη, πολέμησε στο πλευρό όσων αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πόλης. Χωρίς να ζητήσει ανταμοιβή. Και αφού προσέφερε τις υπηρεσίες στις Ιερολοχίτισσες της Κορυτσάς (1914), επέστρεψε στο χωριό της. Βόσκοντας τα πρόβατά της. Κι έτσι αποχώρησε από τη ζωή. Ταπεινόφρων. Χωρίς μεγαλοστομίες. Ησυχη που έκανε το καθήκον της.»
«Η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα», Ευάγγελος Αυδίκος, Εφ. Των Συντακτών, 23-2-2021
Τέλος, τα ταπεινά γουρνοτσάρουχα έγιναν πηγή έμπνευσης, για να γράψει ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο διήγημα ο εξαίρετος λογοτέχνης και ποιητής μας Γεώργιος Αθάνας (Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, 1893-1987):
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ
Από μικρός είχε μια μανία : να κοιτάζει στο χωριό του τα πόδια των ανθρώπων. Κι όταν ήταν ποδεμένοι – τις πιο πολλές φορές μπορεί να ήταν ξυπόλητοι – να περιεργάζεται τα τσαρούχια τους, ή τα παπούτσια των γυναικών, με κάποιο τρόπο που θα ’κανε τον άλλο να πιστέψει πως ο μικρός τσοπανάκος ήξερε να κρίνει αν ήταν τάχα καλά ή κακά φτιαγμένα από το μάστορά τους. Αυτός φορούσε γουρνοτσάρουχα – πέδιλα καμωμένα από το πετσί του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού. Στα μέρη μας σφάζουνε τα θρεμμένα γουρούνια την παραμονή των Χριστουγέννων. Κι είναι τα μόνα γουρούνια που γίνονται γδαρτά κι όχι μαδητά. Γιατί είναι μεγάλα και τετράπαχα. Δεν ψήνονται για να ροδοκοκκινίσει η πέτσα τους και να τρώγεται κριτσανιστά, που να είναι σαν αμύγδαλο καβουρντισμένο. Τώρα το πετσί τους γδέρνεται, αλατίζεται και απλώνεται στον ήλιο. Απ’ αυτό βγαίνουν τα γουρουνοτσάρουχα της φαμελιάς. Το πάχος γίνεται γλύνα, τα χοντρά μέρη γίνονται τσιγαρίδες κι έπειτα μένουν τα κόκαλα για μαγειρευτά, τα εντόσθια για πηχτή, το κρέας για λουκάνικα και για παστουρμά. Μ’ ένα καλό γουρούνι περνάει τον υπόλοιπο χειμώνα η φτωχοφαμελιά.
Ο Θανάσης ήθελε από εννιά χρονών να φτιάχνει από μόνος του τα γουρνοτσάρουχά του. Και τα κατάφερνε τόσο περίφημα, που σε λίγα χρόνια αυτός έφτιαχνε και του πατέρα και της μάνας και της γειτονιάς ακόμα. Όμως, την πιο μεγάλη χαρά της μικρής του ζωής είχε δοκιμάσει, όταν κάποια παραμονή Χριστουγέννων ήρθε ο πατέρας από τη Χώρα και του έφερε ένα ζευγάρι τσαρούχια. Δικά του! Και δεν είχε ξαναφορέσει ποτέ ως τότε… Τα άρπαξε με λαχτάρα, τους χάιδεψε τις φούντες, τους άγγιξε το λουστρίνι και τα ξεμάκρυνε λίγο για να τους καμαρώσει το ζωηρό κατακόκκινο χρώμα. Μα σαν πέρασε η πρώτη χαρά της απόκτησης, είχε δοκιμάσει μεγάλη λύπη. Καλοκοίταξε τα τσαρούχια του και τα βρήκε άσχημα, κακοφτιαγμένα. Τι άγαρμπο σουλούπι ήταν εκείνο που είχαν! Και τόσο κακοδουλεμένα! Με κάτι άτσαλες φούντες! Με κάτι άνοστα κεντίδια! Ω, αν τα είχε φτιάξει ο ίδιος, πόσο θα ήταν καλύτερα και γερότερα! Το είπε του πατέρα του αυτό. Κι εκείνος του απάντησε:
-Τότε να σε στείλουμε κάτω να γίνεις τσαρουχάς.
-Μακάρι!
-Θέλεις;
-Αν θέλω;
Το μέλλον του είχε κριθεί. Ο μικρός τσοπανάκος με τα γουρνοτσάρουχα θα γινόταν ο μεγαλύτερος τσαρουχάς του τόπου. Θα πόδενε τους πιο ντερτιλήδες λεβέντες και τις πιο ασίκισσες κοπέλες. Στους γάμους και στα πανηγύρια, απάνω στην άψη του χορού, τα δικά του τα τσαρούχια και τα δικά του τα παπούτσια θα κάνανε τη μεγαλύτερη εντύπωση! Ήταν γεννημένος για τσαρουχάς. Πώς αλλιώς θα κοιτούσε με τόση περιέργεια τα παπούτσια των ανθρώπων και θα ’φτιαχνε με τόση τέχνη τα γουρνοτσάρουχα όλης της γειτονιάς; Κανείς δεν ξεφεύγει το γραφτό του!
Με τι περηφάνια φόρεσε την άλλη μέρα τα καινούρια τσαρούχια! Ήταν σαν να πρωτόβγαινε στον κόσμο. Τα γουρνοτσάρουχα τον κρατούσαν στην αφάνεια και στην ασημότητα. Τώρα έκανε κι αυτός την επίσημη εμφάνισή του. Καθώς περπατούσε κι έτριζαν, το τριζοβόλημά τους έμοιαζε σαν γαμπριάτικο τραγούδι. Ένα ζευγάρι τσαρούχια δίνει πολλές φορές στη ζωή των ανθρώπων τη σημασία της!
-Με γεια, Θανάση!
-Του χρόνου που θα τα φτιάξω μοναχός μου, να δείτε τι λογής τσαρούχια θα ’χω!
Περνώντας τα Χριστοήμερα, τον κατέβασε ο πατέρας του στη Χώρα. Είχε κάποιο σταυραδερφό τσαρουχά, μαγαζάτορα, και σ’ αυτόν πήγαν. Του πήγε δυο λουκάνικα κι ένα τσουκάλι πηχτή. Αυτά ήταν τα δίδακτρα, να πούμε, του Θανάση.
-Κουμπάρε (ήταν ψευτοκουμπάροι), σου παραδίνω το παιδί. Απ’ το Θεό και στα χέρια σου! Έχει μεγάλο ζήλο για την τέχνη σου. Θα δεις!
Ο κουμπάρος τον κράτησε. Και είδε. Όχι άλλο: τεχνίτης από γεννησιμιού του! Πρόωρη μεγαλοφυΐα της τέχνης των τσαρουχιών! Τον είχε δα ο κουμπάρος μη στάξει και μη βρέξει…Ο Θανάσης κι ο κόσμος όλος! Καμάρωνε ο Θανάσης όταν κατέβαιναν οι χωριανοί να ψωνίσουν και τον παίνευε ο κουμπάρος κι αγόραζαν εκείνοι τα τσαρούχια που είχε βάλει κι αυτός τον κόπο του και την τέχνη του. Του φαινόταν πως τα ’στελνε πεσκέσι στο χωριό του. Θα τριζοβολούσε και θα κατακοκκίνιζε το χοροστάσι απ’ τα δικά του τα έργα.
Πέρασε ένας χρόνος. Ζηλευτή τέχνη. Όλο και τον τραβούσε πιο πολύ. Δούλευε όλη μέρα. Έκανε και νυχτέρι – αν ήταν μπορετό να ποδέσει αυτός όλα τα χωριά της Ρούμελης και όλα τα ευζωνικά συντάγματα της Ελλάδας! Όμως, απ’ την πολλή δουλειά είχε κόψει, είχε αδυνατίσει λίγο. Κάποτε που ’ρθε ο πατέρας του, το πρόσεξε. Μήπως ήταν λιγάκι ζαμπούνης; Μήπως τον είχε πειράξει καμιά κρυφή αρρώστια; Να φωνάξει το γιατρό;
Ο Θανάσης γελούσε – κι ο κουμπάρος του εξήγησε :
-Είναι στη δουλειά του ταμαχιάρης! Πέφτει απάνω καταπάνω! Εγώ τον μαλώνω–δε μ’ ακούει.
-Γιατί, μωρέ, δεν κάνεις νισάφι;
-Αφού έχουμε δουλειά!
-Βάλε καλή σειρά, γιατί θα σε πάρω στο χωριό!
-Παραπέρα, τα Χριστοήμερα, ας έρθει, είπε τ’ αφεντικό∙ να ξεκουραστεί.
Τι καλός λόγος! Ναι, τα Χριστούγεννα πρέπει να πάει χωρίς άλλο στο χωριό. Να τους δει και να τον δουν. Κι όλο τ’ ονειρευόταν πια αυτό το ταξίδι. Και το ετοίμαζε μέσα στο μυαλό του. Πώς να πάει; Αυτός καλά, θα είχε καινούρια ρούχα και καινούρια τσαρούχια. Μα να πάει με άδεια χέρια; Δίχως πεσκέσι για τη μάνα και για τον πατέρα; Δε γίνεται. Θυμήθηκε τα τσαρούχια που του είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, χωρίς να του τα ζητήσει. Με τι χαρά είχε γιορτάσει φορώντας τα τις άγιες ημέρες! Έτσι πρέπει να του πάει τώρα κι αυτός, χωρίς να του τα ’χει ζητήσει, ένα ζευγάρι τσαρούχια. Κι ένα ζευγάρι παπούτσια της μάνας! Αυτό είναι. Θα το μάθει όλο το χωριό. Θα χαρούν οι φίλοι και θα σκάσουν οι εχθροί. Α! χωρίς άλλο, καλύτερα να μην πάει καθόλου, παρά να πάει χωρίς τα δώρα των γονέων!… Μα πώς να τα πάρει; Δε μπήκε ακόμα σε μεροδούλι. Λογαριάζεται πως ακόμα μαθαίνει την τέχνη… Τον ταΐζει και τον ντύνει τ’ αφεντικό – μονάχα… Όμως, κάπως πρέπει να τα οικονομήσει… (Όχι, όχι έτσι! Θα πεις, δεν θα τον καταλάβει ο κουμπάρος. Έχουν τόσο πολύ έτοιμο πράμα στο μαγαζί!… Μα δεν κάνει, δεν κάνει!… Ακούς εκεί – να τα κλέψει…, να τα κλέψει!… Πώς του ήρθε τέτοιος πειρασμός στο νου; Και τι αξία θα είχαν τα κλεμμένα τσαρούχια; Καταραμένα θα ήταν, θα γλίστραγε ο πατέρας μ’ αυτά να τσακιστεί. Θεός φυλάξοι! Ή θα ερχόταν το απόσπασμα να τους πιάσει όλους, θα τους κρέμαγε ο νωματάρχης τα κλεμμένα παπούτσια στο λαιμό και θα τους πόμπευε σ’ όλο το χωριό. Φαντάσου ντροπή! Μπα, σε καλό! Τα κάνει αυτός τέτοια πράματα;…)
-Τι λες, Θανάση, θα πας ή όχι;
-Πώς να πάω, αφεντικό;
-Με τα ποδαράκια σου. Παιδί πράμα!
-Όχι αυτό… Δεν έχω αλλιώς τον τρόπο…
-Θα σου δώσω το χαρτζιλίκι σου. Πάρε από πριν το μποναμά εσύ.
Μποναμά; Χαρτζιλίκι;… Κάτι θα γίνει – σώπα!… Να του το πει; Τι θα χάσει;… Το και το!…
Το καλό αφεντικό, ο καλός κουμπάρος, συγκινήθηκε. Τέτοια παιδιά αξίζουν. Του είπε ένα μπράβο και του χρέωσε ένα ζευγάρι τσαρούχια κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα καλοδιάλεξε ο Θανάσης και την παραμονή των Χριστουγέννων τα ’βαλε στο σακούλι του μαζί με τα καινούρια τα δικά του, το κρέμασε στον ώμο και τράβηξε για το χωριό, συντροφιά μ’ άλλους χωριανούς και μ’ άλλους γειτονοχωρίτες.
Ήταν μια χαρά στο δρόμο, καθώς περπατούσε γρήγορα και κουβεντιαστά το χαρούμενο ασκέρι. Όλοι πήγαιναν τα ψώνια τους, κι άλλος συλλογιόταν τη νιόπαντρη γυναίκα του, άλλος τη μάνα του κι άλλος την αδελφή του. Έλεγαν ποιος έχει το μεγαλύτερο θρεφτάρι φέτος στο χωριό και ποιος έχει το καλύτερο κρασί. Αλλά τους έπιασε στο δάσος με τις μεγάλες δρυς βροχή, κι αυτό ήταν πολύ κακό. Οι άλλοι είχαν τις κάπες τους και κάτι γλίτωσαν. Ο φτωχός ο Θανάσης έγινε μουσκίδι… Είδαν κι έπαθαν όσο να φτάσουν στο χάνι του Ρουπακιά. Άναψαν εκεί μεγάλη φωτιά και στέγνωσαν. Οι άλλοι κίνησαν σε λίγο να φύγουν. Θα τραβούσαν όλη νύχτα. Είχαν ακόμα τέσσερις ώρες δρόμο. Βγήκαν έξω – σιγόβρεχε… Θεοσκόταδο! Πού να πάει αυτός; Θα μείνει να περάσει η βροχή, να ξαστερώσει κιόλας. Ας δώσουν χαμπέρι πως έρχεται και θα ξημερώσει κι αυτός στο χωριό. Πώς αλλιώς να γίνει;… Γύρισε μέσα και ξανάκατσε να στεγνώσει καλά στο παραγώνι. Ήταν κι άλλοι πέντ’ έξι από κοντινότερα χωριά. Αυτοί δε βιάζονταν κι έκατσαν να πυρωθούν καλά. Δε γνώριζε τα ονόματά τους. Ο ένας τώρα έβγαινε από φυλακή, τέσσερα χρόνια για ζωοκλοπή. Βλαστήμαγε τον αποσπασματάρχη που τον είχε πιάσει και τον πρόεδρο που τον είχε δικάσει. Άλλος ήταν ακόμα τώρα φυγόδικος για όμοια δουλειά. «Όταν τα τρώγατε, ήταν καλά!», τους έλεγε ο χανιτζής. Έβγαλε ο Θανάσης απ’ το σακούλι τα καινούρια τσαρούχια να τα πυρώσει. Είχαν βραχεί κι αυτά πολύ.
-Πούθε τα ’κλεψες; τον ρώτησε ο φυγόδικος.
-Δεν τα ’κλεψα. Τα δούλεψα!
-Τίνος είσαι;
-Του πατέρα μου…
-Είναι του Θωμοχρήστου από τα Βαρικά∙ τον γνώρισα! είπε ο χανιτζής.
-Με τον πατέρα σου έχουμε κλέψει μαζί δυο τραγιά! είπε ο κατάδικος.
-Δεν το πιστεύω να λες αλήθεια, είπε ο Θανάσης πειραγμένος. Αν έκλεβε ο πατέρας μου, θα ’ταν σαν και σένα στη φυλακή!
-Είν’ άξιος και να σκεπάζεται.
-Άλλη κουβέντα έχεις;
Η βροχή είχε δυναμώσει. Δείπνησαν με ψωμί κι ελιές. Έπειτα τους πήρε ο ύπνος. Ο Θανάσης πλάγιασε κοντά στον τοίχο. Βεργοπλεχτό ήταν το χάνι, μόνο η σκεπή του ήταν με κεραμίδια. Κι από μέσα το πλέγμα του τοίχου του ήταν αλειμμένο με πηλό. Εκεί που πλάγιασε ο Θανάσης, ένα μεγάλο κομμάτι πηλός είχε φαγωθεί και φαινόταν τρύπιος ο τοίχος. Όμως απ’ έξω ήταν ένα χαμηλό υπόστεγο, σαν μαγειρείο και σαν αποθήκη, κολλημένο στην καλύβα. Έτσι δεν έφτανε να μπει η βροχή απ’ το χάλασμα εκείνο – το πρόσεξε καλά ο Θανάσης κι ασφαλισμένος έγειρε να κοιμηθεί.
Η φωτιά είχε κατακάτσει – μόνο η θράκα, μπόλικη, έκαιγε… Κουκουλώθηκε μ’ ένα βρομερό τσόλι του χανιτζή και τον πήρε ο ύπνος βαριά.
Χίλια όνειρα έβλεπε στον ύπνο του. Το χωριό του, το σπίτι του, τους γονείς του, το γουρούνι τους σφαγμένο. Ακόμα είδε τους καλικάντζαρους, καμιά δεκαριά, να πολεμάνε να κατεβούν από την καμινάδα μέσα στο σπίτι τους. Αυτός ήταν τάχα απ’ έξω και τους έβλεπε. Καμώθηκε να φωνάξει για να τους διώξει, μα πάλι θυμήθηκε πως δεν έκανε. Τώρα λοιπόν, θα κατεβούν στο σπίτι να τους μαγαρίσουντο αμπάρι με τ’ αλεύρι; Όχι!… Δες τους πώς φεύγουν παρασανταλιασμένοι! Η μάνα τα ξέρει αυτά – είχε βάλει ένα παλιοτσάρουχο στο τζάκι. Όπου φύγει, φύγει οι καλικάντζαροι!…
Άξαφνα τον ξύπνησαν κάτι φοβερά σκουξίματα. Τρόμαξε!… Οι καλικάντζαροι, οι καλικάντζαροι χωρίς άλλο!… Θα μπήκαν στο χάνι, θα τους μολύνουν – μπορεί να τους φάνε τ’ αυτιά!… Κουκουλώθηκε στο τσόλι. Τα σκουξίματα βάστηξαν λίγη ώρα κι έπειτα έπαψαν μεμιάς. Θα ’φευγαν κι από δω… Σκοτάδι στο χάνι… Έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κάποιος ροχάλιζε. Μα έφεγγαν ζωηρά οι χαραματιές εκεί στο χάλασμα πλάι του. Από κει είχαν έρθει τα σκουξίματα. Τι φλόγα ήταν αυτή; Μήπως έβαλαν φωτιά στην καλύβα οι καλικάντζαροι;… Κόλλησε το μάτι του στις χαραματιές – και τι να δει! Δυο χωριάτες ντυμένοι με κοντές κάπες, ίδιοι καλικάντζαροι, είχαν σφάξει ένα γουρούνι μικρό. Και τώρα το βουτούσαν σ’ ένα καζανάκι βραστό νερό και το μαδούσαν γρήγορα-γρήγορα. Αλήθεια, σαν καλικάντζαροι, σαν παγανά έμοιαζαν την ώρα εκείνη, με τις κοντές κάπες τους γύρω στη φωτιά. Και το γουρουνάκι έμοιαζε σαν ανθρωπάκος, σαν παιδόπουλο που το ’χαν τα ξωτικά και το βασάνιζαν. Ανατρίχιασε…
-Αμ πώς; Δε θα κάνουμε κι εμείς Πάσχα εδώ στην ερημιά; έλεγε ο ένας χωριάτης.
-Από πού το ’κλεψες, μωρέ; ρωτούσε ο άλλος, που ήταν ο ίδιος ο χανιτζής.
-Αύριο μεθαύριο θα τ’ ακούσεις… Πρόσεχε μονάχα μη με ζεματίσεις με το καυτό νερό!…
Πετάχτηκε ο Θανάσης να φύγει, να μην κολαστεί κι αυτός εκεί πέρα!… Φτιάχτηκε, απλώνει να πάρει το σακούλι του – πουθενά σακούλι!… Μπήζει τις φωνές.
-Μ’ έκλεψαν!… Το σακούλι μου!
Ξυπνούν οι άλλοι, τρέχει ο χανιτζής.
-Πού το ’χες ακουμπήσει;
-Το ’χα κρεμάσει στο καρφί!
-Μην έπεσε κάτω;
Έψαξαν όλο το χάνι, μέσα κι έξω.
-Καλά και σε κουβεντιάζω!… Να μου φέρεις το σακούλι και τα τσαρούχια που είχε μέσα.
Ανοίγει μεγάλος καβγάς.
-Θα το ’κλεψαν αυτοί που σηκώθηκαν κι έφυγαν τη νύχτα, λέει ο χανιτζής. Τώρα μόλις έφυγαν.
-Θα τους βρούμε – πού θα πάνε!
-Εσύ τα ’κλεψες, φωνάζει ο Θανάσης. Εσύ, όπως έκλεψες και το γουρουνόπουλο που μαδάτε εκεί έξω!…
-Θα το ’κλεψαν τα παγανά! είπε κάποιος χωρατατζής.
-Ξαναείδες καλικάντζαρους με καινούρια τσαρούχια; ρώτησε άλλος κοροϊδεύοντας.
Έσκασαν στα γέλια όλοι… Ένα βαθύ παράπονο ένιωσε ο Θανάσης. Κοροϊδεύουν; Είναι για κοροϊδία; Είχε μια κρυφή ορμή να τους σκοτώσει όλους. Όλοι τους τέτοιοι είναι. Κακούργοι, κλέφτες! Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που γεννιέται ο Χριστός στη σπηλιά του, αυτοί κλέβουν τα ξένα γουρουνόπουλα και τα ξένα τσαρούχια. Τι χειρότερο θα ‘καναν οι καλικάντζαροι, τα όργανα του Σατανά;
Ήταν έτοιμος να κλάψει.
-Μην κάθεσαι, παιδί μου, του είπαν οι άλλοι. Αυτός που ’κανε την πράξη δεν είναι μακριά φτασμένος… Κυνήγησέ τον, σαν παιδάκι που είσαι… Άμα τον φτάσεις, θα ντραπεί και θα το πετάξει το σακούλι.
Τους κοίταξε αμίλητα, κουτά, ντράπηκε να κλάψει, δεν είχε τι άλλο να κάνει και χώθηκε στο σκοτάδι έξω απ’ το χάνι…
Μόλις χώριζε ο δρόμος καταγής. Έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια αγανακτισμένος. Ο αέρας τίναζε τα δέντρα κι οι βροχοσταλίδες τον χτυπούσαν στα μούτρα… Έτρεξε κάμποσο. Δεν απάντησε ψυχή. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν άλλη περπατησιά. Κοντοστάθηκε. Τον περόνιαζε το κρύο. Είπε να γυρίσει πίσω. Πού να πάει;… Πάλι στο χάνι;… Μπορεί και να τον σκοτώσουν και να τον ζεματίσουν σαν το γουρουνόπουλο!… Προχώρησε… Ανήφορος… Βγήκε στο ψηλό διάσελο… Αγνάντεψε το μεγάλο φαράγγι των βουνών, που ήταν γεμάτο πηχτό σκοτάδι. Είχε ξαστερώσει και τα κορφοβούνια ξεχώριζαν ανάμεσα στα σκόρπια αστεράκια. Τσουχτερό κρύο στάλαζε από γύρω του. Κι από μέσα του ανάβλυζε μυστικός τρόμος. Τα ’χασε. Κάποια συντέλεια προφήτευε η ψυχή του. Ζούσε ή δε ζούσε εκείνη την ώρα; Όπως και να ’ναι, δε θα ζήσει άλλο, ποτέ πια…
Κάποτε, μέσα στο κατασκότεινο φαράγγι, πρόσεξε λίγα μακρινά φωτάκια. Κι άλλα πιο κει, κι άλλα πιο πέρα – τρεμόσβηναν, σαν αστέρια τ’ ουρανού, σαν σπίθες από παραγώνι… Τα χωριά είναι! Τα χωριά!… σκέφτηκε. Βέβαια. Ξυπνούν τώρα πια για την εκκλησιά. Χριστούγεννα. Θα είναι οι παπάδες, οι ψάλτες, οι καντηλανάφτες. Οι πρώτοι που ξυπνούν κάθε χρόνο. Σε λίγο ακούστηκε η πρώτη καμπάνα. Έπειτα και δεύτερη. Έπειτα και τρίτη. Ποια να ’ναι απ’ το δικό του χωριό; Τα φωτάκια πύκνωσαν κι έπειτα όλα, όλα σχεδόν, κουνήθηκαν και πήγαιναν, σε κάθε χωριό, κατά ένα μέρος όλα. Πήγαιναν κατά την εκκλησιά… Ήταν οι χωριανοί με τα κλεφτοφάναρα και με τα δαδιά που βάδιζαν για τη φάτνη του Χριστού!
Ζεστάθηκε η καρδιά του Θανάση. Άλλαξε όλος ο τόπος γύρω. Το σκοτεινό φαράγγι σαν να γιόμισε φως. Σαν να το κατοίκησαν άγγελοι κι όχι πια καλικάντζαροι.
Έτσι… Ας τρέξει κι αυτός στο χωριό του… Να προφτάσει την εκκλησιά. Ν’ ακούσει το «Δόξα εν υψίστοις…».
Προχώρησε δυο βήματα. Και στάθηκε πάλι. Πώς να πάει έτσι, με αδειανά χέρια, χωρίς δώρο για τους γονείς, χωρίς καν δικά του καινούρια τσαρούχια;… Όχι, δεν θα πάει! Καλύτερα να γυρίσει στη Χώρα. Κι ακόμα καλύτερα, να ριζώσει κάπου εκεί, ν’ απαγκιάσει, να παρακολουθήσει από μακριά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στα τρία χωριά του φαραγγιού. Θ’ ακούσει κι άλλες φορές τις τρεις καμπάνες. Θα ξαναδεί τα φωτάκια να φεύγουν τα ξημερώματα από τις εκκλησιές, όλα μαζί, και να σκορπούν ένα-ένα προς τους μαχαλάδες. Θα πει : «Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά!…». Κι έπειτα, ναι, ας γυρίσει στη Χώρα καταμόναχος, αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός και δε φοβάται τον Χριστό ούτε όταν σταυρώνεται ούτε όταν γεννιέται.
Έτσι θα κάνει. Αφού μάλιστα ξαναβρέχει… Έτρεξε να κρυφτεί κάπου και, τυχερό του, βρέθηκε μπροστά στη μικρή σπηλιά που αντίκριζε, παραπάνω απ’ το δρόμο, το χωριό του, τα Βαρικά… Μπήκε κι απάγκιασε στον ταπεινό της θόλο… Κοιτάζοντας τις χλωμές σπίθες της απόμακρης εκκλησιάς και προσμένοντας να ξανακούσει τους σβησμένους ήχους της χωριανής καμπάνας αποκοιμήθηκε. Για να δει στον ύπνο του πως βρισκόταν τάχα στην ίδια τη σπηλιά της Βηθλεέμ που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός. Να η Παναγία!… Να κι ο Ιωσήφ!… Να το άστρο που οδηγεί τους Μάγους!… Έφτασαν οι Μάγοι και προσκυνούν τον Χριστό. Γιομίζουν με δώρα, πολλά δώρα, τη φάτνη των αλόγων! Ούτε μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πόσων λογιών δώρα έχουν φέρει οι Μάγοι! Όμως, ανάμεσα στ’ άλλα δώρα, τα πολλά τα δώρα, μπόρεσε ο Θανάσης να ξεχωρίσει ένα ζευγάρι καινούρια κατακόκκινα τσαρούχια!….
Γεώργιος Αθάνας (1893-1987)