Ήταν 9 Ιουλίου του 1956, λίγο μετά τις 5 τα ξημερώματα, όταν η 25χρονη τότε Φλώρα Καραμολέγκου, η οποία ζούσε με την οικογένειά της στη Σαντορίνη, άκουσε έναν «δυνατό κρότο, σαν βροντή» να ταρακουνάει το σπίτι όπου έμεναν στη Μέσα Γωνιά. Εκείνα τα λεπτά που ακολούθησαν, ακόμα και τώρα, στα 94 χρόνια της, τα θυμάται σαν χθες. Περιμένοντας στο λιμάνι, στον όρμο του Αθηνιού, να φύγει για Πειραιά, καθώς εδώ και μέρες οι σεισμικές δονήσεις που σημειώνονται μεταξύ Σαντορίνης και Αμοργού είναι αλλεπάλληλες, εξιστορεί εκείνα τα τρομακτικά λεπτά του 1956, συγκρίνοντάς τα με όσα ζει σήμερα.
«Ο σεισμός τότε που έγινε ήταν απότομος, σαν βροντή. Τώρα είναι το αντίθετο, πρώτα οι μικροί και μετά περιμένουμε τον μεγάλο», λέει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Καραμολέγκου, τονίζοντας ότι αυτό που τους ανησυχεί είναι ότι δεν γνωρίζουν πόσο μεγάλος θα είναι αυτός ο σεισμός.
Κρατώντας το μπαστούνι της, μαυροφορεμένη με ένα μαντήλι στο κεφάλι, και έχοντας πλάι της τον γιο της, Γιώργο, θυμάται τον εκκωφαντικό κρότο και όσα ακολούθησαν, μετά τον σεισμό μεγέθους 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, σύμφωνα με τις τότε καταγραφές, να ισοπεδώνουν τη Σαντορίνη και να αφήνουν πίσω τους 53 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και συντρίμμια.
«Ήμουν με τον πατέρα μου και τα παιδιά της αδερφής μου στο σπίτι όταν ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν βροντή. Τότε, ο μπαμπάς μου, μου φώναξε “πάρε τα παιδιά και βγες έξω”. Το ένα ήταν δύο χρονών και ήταν στην κούνια ενώ το άλλο βρισκόταν στον καναπέ με τον παππού του, τον πατέρα μου. Αρπάζω το ένα παιδί από την κούνια την ώρα που το άλλο σηκώθηκε στον καναπέ πάνω με τον παππού και πήγε στην τραπεζαρία. “Έλα εδώ”, της λέω, “να καθίσεις κοντά μου”, “όχι θα είμαι με τον παππού”, μου είπε. Τότε πρόλαβε ο μπαμπάς μου και άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας και πέταξε έξω το παιδί, κι ερχόταν μέσα για να πάρει εμένα από τη μία κρεβατοκάμαρα ώστε να βγω στη δεύτερη για να πάω στην τραπεζαρία και να καταφέρω να βγω έξω από το σπίτι. Πάταγα πάνω σε μπάζα», διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Πάνω από το σπίτι, όπως αναφέρει, υπήρχε μία αποθήκη «ανώι το λέγαμε, ήταν σαν μικρό σπιτάκι», λέει. «Αυτό τρύπησε την κρεβατοκάμαρα, τη δεύτερη, την ώρα που εγώ κράταγα το παιδί στην αγκαλιά και βγήκαμε έξω. Άρπαξε ο μπαμπάς μου το παιδί από τα χέρια μου και προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα της τραπεζαρίας για να βγει έξω αλλά δεν μπορούσε. Η πόρτα πήγαινε πάνω κάτω. Τότε βρήκε ένα μαντάλι ώστε να μπορέσει να ανοίξει και να κρατήσει την πόρτα. Πρόφτασα εγώ και βγήκα από τη μια κρεβατοκάμαρα στην άλλη κι έπειτα στην τραπεζαρία», επισημαίνει.
Την ώρα του πρώτου σεισμού, όπως εξιστορεί, χτύπησε το πόδι της και τότε έψαξε να βρει μία συγγενή της που ήταν κοντά ώστε να της δώσει τις πρώτες βοήθειες.
«Είχα χτυπήσει το πόδι, κούτσαινα μέσα στο σπίτι, πήγαινα σε μία συμπεθέρα μας από κάτω και της λέω “θεία, κάνε μου μία εντριβή”, και τα μάτια μου ήτανε θολά. Της έκανα νόημα και ξαπλώνω πάνω στον καναπέ και μετά φωνάζω έξω», αναφέρει και προσθέτει ότι εκείνη τη στιγμή ήταν που σημειώθηκε ο δεύτερος σεισμός.
«Μετά μπήκαμε σε ένα χωράφι. Ήταν απότομο που πέσανε τα σπίτια. Τώρα είναι το αντίθετο. Εγώ τα σκέφτομαι όλα αυτά, μπορεί να έρθει το 7; Μπορεί να έρθει τίποτε άλλο;», αναρωτιέται. Όπως υποστηρίζει, η Μέσα Γωνιά, το δικό τους χωριό, κρίθηκε ακατάλληλο. «Είχαν πέσει πολλά σπίτια και το έβγαλαν το χωριό ακατάλληλο, και πήγαν και χτίσαν πάνω σε ένα βουναλάκι τον Άγιο Παγκράτιο, γιατί ήταν η μέρα του Αγίου Παγκρατίου που έγινε ο σεισμός και τον γιορτάζει όλη η Σαντορίνη», εξηγεί. Γέννημα θρέμμα Σαντορινιά, το 1960 έφυγε για την Αθήνα, παντρεύτηκε και όταν ο σύζυγός της συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε στη Σαντορίνη, στο Καμάρι.
Χθες, περιμένοντας στην αίθουσα αναμονής των επιβατών για να μπει στο πλοίο, αναρωτιόταν:
«Μπορώ εγώ, γριά γυναίκα, παιδί μου, να κάθομαι εδώ, χωρίς να κοιμάμαι, μην ξέροντας πόσο θα συνεχιστεί όλο αυτό; Πώς να κοιμηθούμε. Δεν περνάει… Λέω χθες του γιου μου “πέσε εσύ και θα σε ξυπνήσω αν γίνει κάτι”». «Δεν έχει ξαναγίνει αυτό το συνεχόμενο. Εγώ δεν κοιμήθηκα χθες», συμπληρώνει ο Γιώργος.
Λίγο μετά τις 16:00, χθες Τρίτη 4 Φεβρουαρίου, η κ. Καραμολέγκου ανέβηκε στο καράβι με προορισμό τον Πειραιά, προκειμένου να μείνει στο σπίτι της στην Αθήνα για τουλάχιστον 15 ημέρες, όπως μας ανέφερε.
protothema.gr