
Η φιγούρα του σερβιτόρου είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού μας τοπίου· όσο και η ελιά, παρούσα σε κάθε καφενείο, ταβέρνα και παραθαλάσσιο εστιατόριο. Από τις πολυσύχναστες πλατείες της Αθήνας μέχρι τα ασβεστωμένα σοκάκια των νησιών, ο σερβιτόρος βρίσκεται στο σταυροδρόμι της παράδοσης, του τουρισμού και της οικονομικής επιβίωσης. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι, μεταφέρουν δίσκους γεμάτους καφέ, ποτά και μεζέδες, περνώντας γρήγορα ανάμεσα σε τραπέζια γεμάτα ντόπιους και τουρίστες. Για πολλούς, άλλωστε, το να είσαι σερβιτόρος δεν είναι απλώς μια προσωρινή δουλειά, αλλά γίνεται επάγγελμα ζωής.
Η ζωή του σερβιτόρου
Είναι γύρω στις 8.30 το πρωί όταν ο Πέτρος, 26 ετών, ξεκλειδώνει την κεντρική πόρτα του καταστήματος εστίασης στο οποίο εργάζεται τα δύο τελευταία χρόνια στο Παγκράτι. Κάνει ένα γρήγορο σκούπισμα και σφουγγάρισμα, μετράει το ταμείο, ανοίγει τα φώτα, φτιάχνει τις καρέκλες και τα τραπέζια, τοποθετεί τα τασάκια στον εξωτερικό χώρο, ανοίγει τη μηχανή του καφέ και τη μουσική και περιμένει υπομονετικά στο πόστο του για τον πρώτο πελάτη της ημέρας. Ολα τα παραπάνω μέσα σε μισή ώρα.
Το brunch στο all-day bar όπου δουλεύει ξεκινάει στις 10.30, μα πάντα θα έρθει κάποιος που θα τον ρωτήσει στις 9.30 αν μπορεί να παραγγείλει μια ομελέτα. Αν η απάντηση είναι αρνητική, το βλέμμα αποδοκιμασίας του πελάτη είναι δεδομένο. Η καλύτερη παραγγελία καφέ είναι ένας απλός freddo espresso σκέτος. Ωστόσο, η γκάμα των αιτημάτων έχει διευρυνθεί πολύ: κρύοι καφέδες γλυκοί, αλλά όχι πολύ, με γάλα από κάθε είδους προϊόν που δεν θυμίζει αγελάδα, με κρέμα αντί για αφρόγαλο, με κανέλα και με σοκολάτα, ζεστοί, αλλά όχι καυτοί, με μέλι, με ζαχαρίνη…
Το brunch σερβίρεται και ο Πέτρος ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες που οδηγούν στην κουζίνα αμέτρητες φορές μέσα σε διάστημα πέντε ωρών. Εξτρα πιάτα, μικρά πιρούνια για το παιδάκι της παρέας, παράπονα που καλείται να διαχειριστεί, και πάντα το άγχος να μην αργήσει το φαγητό του κυρίου που ενημερώνει ότι πρέπει να φύγει σε μία ώρα ακριβώς.
Ολα αυτά χωρίς να σβήνει το χαμόγελο από τα χείλη του, με ευγενικά καλωσορίσματα και σχόλια, ακόμα κaι όταν δέκα χέρια υψώνονται στον αέρα ζητώντας του να τους φέρει κάτι επιπλέον και πάντα μα πάντα σε ταχύτητα που θα ζήλευε και ο Γιουσέιν Μπολτ. Στις 5.30 πια ο Πέτρος βγάζει την ιδρωμένη ποδιά του, μετράει τα tips του, παίρνει τα 40 ευρώ μεροκάματο που του αντιστοιχούν και φεύγει από το μαγαζί, για να επιστρέψει πάλι την επομένη και να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα.
Θεά Κάλι με ποδιά
«Δεν μου αρέσει η ορθοστασία», απαντάει η Δήμητρα, 28 ετών, που τα δύο τελευταία καλοκαίρια δουλεύει σεζόν στην Σαντορίνη, όταν τη ρωτάμε τι είναι αυτό που θεωρεί αρνητικό στο επάγγελμά της. «Μέσα στο ωράριο που εργάζομαι, και ειδικά Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, που η δουλειά εκτοξεύεται, ζήτημα να κάθομαι μισή ώρα μέσα στην ημέρα», εξηγεί.
Η ίδια επιλέγει να δουλέψει σεζόν καθώς θεωρεί ότι, παρά την κούραση, τα χρήματα που θα βγάλει είναι ικανοποιητικά και θα τη βοηθήσουν όταν επιστρέψει στην Αθήνα. «Αν είχα, ωστόσο, ένα μαγικό ραβδάκι», συνεχίζει, «αυτό που θα άλλαζα είναι η πεποίθηση πολλών ότι ο σερβιτόρος είναι κάτι σαν δούλος, υπηρέτης».
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που επισημαίνουν πολλοί εργαζόμενοι στην εστίαση. Η Ελίνα σπούδασε Ψυχολογία και εργάζεται ως σερβιτόρα για να έχει ένα έξτρα εισόδημα. Μας επισημαίνει ότι συχνά οι πελάτες μπορεί να γίνουν πολύ απαιτητικοί, ακόμα και αν το μαγαζί είναι γεμάτο κόσμο. «Δεν είναι όλοι έτσι βέβαια, γιατί κάποιοι έχουν δουλέψει νέοι ως σερβιτόροι ή μπορεί το παιδί τους να κάνει αυτό το επάγγελμα και να δείχνουν κάποια κατανόηση. Πάντως πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να περάσουμε όλοι απ’ όλα για να καταλάβουμε τον άλλον», επισημαίνει.
Η Μυρτώ, που δουλεύει τα τελευταία έξι χρόνια σε γνωστό μπαράκι της Αθήνας, καταθέτει τη δική της εμπειρία: «Οι πελάτες μάλλον νομίζουν ότι είμαι η θεά Κάλι, ξέρεις, εκείνη με τα πολλά χέρια, και πιστεύουν συχνά ότι μπορώ παράλληλα να κουβαλάω τον δίσκο, να πάρω παραγγελία με το PDA και να μαζέψω το τραπέζι».
Το ίδιο αναφέρει και ο Νίκος, ο οποίος από το 2007 εργάζεται ως σερβιτόρος στη Νάξο. «Εχω δει πελάτες, κυρίως ξένους, που δεν τους νοιάζει αν το μαγαζί είναι φίσκα, αρκεί να εξυπηρετηθούν. Μπορεί επίσης να κλαίει ένα παιδάκι και να φωνάζει και οι τουρίστες γονείς του να μην του δίνουν σημασία, ενώ συνήθως ο Ελληνας θα το πάρει από το χέρι και θα το πάει έξω από το μαγαζί για να το ηρεμήσει».
Εχει ο πελάτης πάντα δίκιο;
Γκρίνια, λοιπόν, αρκετά παράπονα και μπόλικη αγένεια είναι οι τρεις πληγές του Φαραώ που συχνά αντιμετωπίζουν οι σερβιτόροι. Πώς; «Με χαμόγελο», μας απαντάει ο Οδυσσέας, 30 ετών. «Κάνεις λίγο τον χαζό, παραμένεις ευγενικός και προσπαθείς να ηρεμήσεις τον πελάτη που του έχει συμβεί ένα τραγικό γεγονός εκείνη τη στιγμή, όπως το να παραψηθεί η μπριζόλα του!» μας λέει αστειευόμενος. Διευκρινίζει, δε, ότι αν έρθεις σε ρήξη μαζί του τίποτα δεν πρόκειται να λυθεί, ούτε θα βοηθήσει στη δουλειά σου.
Η Δήμητρα, όμως, ενώ ασπάζεται και η ίδια την ευγένεια ως προαπαιτούμενο αυτής της δουλειάς, μας επισημαίνει ότι πλέον η νοοτροπία «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» αλλάζει. «Δεν είμαι υποχρεωμένη να ανεχτώ τις δυστροπίες του καθενός», εξηγεί αναφέροντάς μας μάλιστα ότι το μαγαζί στο οποίο εργάζεται μπορεί ακόμα και να διώξει πελάτες με κακή συμπεριφορά. «Αυτό είναι ένα από τα θετικά στοιχεία της εξέλιξης του κλάδου, ο σεβασμός δηλαδή προς τον εργαζόμενο».
Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στην ευγένεια και τα προσωπικά όρια είναι μια αξία που ως συνθήκη το σέρβις σε αναγκάζει να αποκτήσεις. Ο Χάρης είναι μόλις 24 ετών, μαθηματικός και τα καλοκαίρια δουλεύει σε μπαράκι στο Ρέθυμνο. «Αυτή η δουλειά σού μαθαίνει να ψυχολογείς τον πελάτη, να γίνεσαι επικοινωνιακός, να ωριμάζεις με κάποιον τρόπο και να διαχειρίζεσαι το γεγονός ότι τελικά ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο».
Επάγγελμα ζωής
Ο Γεράσιμος Θύμνιος είναι ο Restaurant Manager του εστιατορίου «Βαρούλκο» του Λευτέρη Λαζάρου. Εχει πολύχρονη πείρα στον τομέα του σέρβις: από την ταβέρνα στην ιδιαίτερη πατρίδα του όπου εργάστηκε από 17 ετών έως τα πεντάστερα ξενοδοχεία και τα βραβευμένα εστιατόριά τους. Θεωρεί ότι η περιστασιακή εργασία σε αυτό τον τομέα είναι πρόβλημα για χώρους fine dining που αναζητούν επαγγελματίες υψηλού επιπέδου.
«Η σεζόν είναι για να βγάλεις χρήματα, αλλά για κάποιον που θέλει να εξελιχθεί και να ανέλθει σε αυτή τη δουλειά η πόλη έχει να δώσει πολύ περισσότερα», μας λέει και απαριθμεί τα βασικά χαρακτηριστικά ενός καλού επαγγελματία αυτού του επιπέδου: «Διάθεση για αυθεντική φιλοξενία με στόχο να νιώσει ο κάθε επισκέπτης μοναδικός. Το χαμόγελο, η ευγένεια και η προθυμία είναι έμφυτα χαρακτηριστικά στη δουλειά μας και δεν διδάσκονται σε καμία σχολή. Αυτά τα στοιχεία είναι η βάση. Κατόπιν, η πολύ καλή γνώση της εστιατορικής τέχνης (decoupage σε ψάρια και κρέατα), το σωστό σερβίρισμα των σκευών στο τραπέζι, όπως και η απόσυρση αυτών (debarrassage), οι γνώσεις γύρω από το κρασί (από το σωστό άνοιγμα της φιάλης έως τις ποικιλίες κρασιού και τις βασικές αρχές food & wine pairing), όπως επίσης οι γνώσεις τεχνικών μαγειρικής (sous vide, carpaccio, mirepoix, julienne, μαρινάρισμα, μπλανσάρισμα) και βέβαια οι ξένες γλώσσες. Ολα αυτά σε συνδυασμό διαμορφώνουν ένα σοβαρό επαγγελματικό προφίλ».
Η Ελίνα ξεκίνησε να εργάζεται περιστασιακά ως σερβιτόρα όσο σπούδαζε Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και πλέον το κάνει για να έχει ένα έξτρα εισόδημα.
Παρομοίως και ο Οδυσσέας, ο οποίος με τα λεφτά από το σέρβις κατάφερε να πάρει το πρώτο του μηχανάκι, να έχει μια οικονομική άνεση μέσα στην κρίση, να πάει Erasmus και τελικά να πληρώσει τη σχολή για πιλότους, η οποία κόστισε 60.000 ευρώ. «Θέλω να τονίσω ότι το σέρβις δεν είναι κακό, βοηθάει τους νέους να μάθουν πώς λειτουργεί η αγορά, ο κόσμος. Αλλωστε, κάθε μαγαζί είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Εμένα με βοήθησε να βγάλω τα πρώτα μου λεφτά και να τα εκτιμήσω».
Δεν είναι όμως μόνο για νέους αυτό το επάγγελμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Λένα, 45 ετών, η οποία από μικρή εργαζόταν ως σερβιτόρα στη Νέα Υόρκη. Πλέον παντρεμένη με δύο παιδιά, ετοιμάζεται να ξαναπιάσει αυτή τη δουλειά.
Μας εξηγεί ότι εκεί το σέρβις είναι διαφορετικό: «Στη Νέα Υόρκη έφευγα με 300 δολάρια tips τη βραδιά στο χέρι και έβγαζα μαζί με τον σύζυγό μου, επίσης σερβιτόρο, περίπου 10.000 τον μήνα». Ποσά που σίγουρα απέχουν πολύ από την ελληνική πραγματικότητα. Μας περιγράφει ακόμη ότι το περιβάλλον εκεί είναι πιο επαγγελματικό και πιο σταθερό: «Εκεί ο σερβιτόρος έχει το πολύ έξι τραπέζια στο πόστο του, έχει δύο βοηθούς».
Οταν τη ρωτάμε αν θα επέστρεφε εδώ για δουλειά, μας απαντά όχι. «Ξέρω ότι αυτό το επάγγελμα έχει ημερομηνία λήξης, αλλά δεν πρόκειται να γυρίσω στην Ελλάδα με τόσο χαμηλούς μισθούς που παίρνουν οι σερβιτόροι. Στη Νέα Υόρκη είναι πραγματικά γρήγορα και πολλά τα λεφτά».
Σήμερα στη χώρα μας εργάζονται 300.000 Ελληνες ως σερβιτόροι. Μπορεί να μη βγάζουν τα χρήματα που εισπράττουν συνάδελφοί τους στο εξωτερικό, ωστόσο αυτός ο κλάδος ενισχύεται συνεχώς.
Η εξήγηση είναι απλή: από τη μία, ο τομέας των υπηρεσιών κυριαρχεί, με τον τουρισμό να αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους κινητήριους μοχλούς του. Από την άλλη, για νέους, φοιτητές ή όσους επιστρέφουν από την ανεργία, η δουλειά του σερβιτόρου γίνεται συχνά η πιο άμεση και προσιτή επιλογή.
Το «ψαλίδι» στα tips
Τι προβλέπουν οι συμβάσεις, τι δίνουν οι εργοδότες και τελικά πόσα χρήματα βγάζει ο σερβιτόρος;
Η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ορίζει ότι ο βασικός μισθός είναι στα 990 ευρώ μηνιαίως ή 45 ευρώ ημερομίσθιο για τους σερβιτόρους και στα 784,30 ευρώ ή 35,65 ευρώ ημερομίσθιο για τους βοηθούς. Στον κλάδο του catering οι αμοιβές είναι υψηλότερες, με ημερομίσθιο 71,09 ευρώ για σερβιτόρους και 61,94 ευρώ για βοηθούς, στο οποίο περιλαμβάνονται ήδη οι προσαυξήσεις για εργασία τις Κυριακές, αργίες ή νυχτερινές ώρες. Ωστόσο, ο σερβιτόρος ζει από τα tips του. Αυτά του δίνουν ανάσα, αυτά πληρώνουν τους λογαριασμούς του.
Πλέον όμως αυτά τα ποσά ψαλιδίζονται με τον νόμο 5162/2024. Η ρύθμιση προβλέπει ότι τα ποσά που δίνονται από τους πελάτες σε μετρητά παραμένουν εκτός φορολογικού ραντάρ, καθώς δεν καταγράφονται από την επιχείρηση, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για όσα καταβάλλονται μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών (POS).
Από πλευράς ασφαλιστικών εισφορών, όλα τα φιλοδωρήματα -ανεξαρτήτως ποσού- απαλλάσσονται πλήρως. Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση, τα tips που εισπράττονται μέσω POS μέχρι του ποσού των 300 ευρώ μηνιαίως δεν φορολογούνται. Οποιοδήποτε ποσό υπερβαίνει το όριο αυτό, προστίθεται στο μηνιαίο εισόδημα του εργαζομένου και φορολογείται κανονικά. Η απαλλαγή δεν καλύπτει περιπτώσεις όπου τα φιλοδωρήματα έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων ως ποσοστό επί του μισθού ή ως σταθερό ποσό βάσει συμβάσεων, καθώς τότε θεωρούνται κανονικές αποδοχές.
«Είναι ένα σημαντικό έσοδο για τον σερβιτόρο. Με αυτό τον τρόπο φορολόγησης οδηγούνται πολλοί επαγγελματίες σερβιτόροι σε αναζήτηση άλλης εργασίας, με αποτέλεσμα ο χώρος μας να χάνει σημαντικά σε επίπεδο ποιοτικών υπηρεσιών», αναφέρει ο Γεράσιμος Θύμνιος. Αλλωστε, στα εστιατόρια οι επισκέπτες συνήθως πληρώνουν με κάρτα ή ηλεκτρονικά. Κι έτσι, τα tips μπορεί και να ξεπεράσουν το όριο των 300 ευρώ. Σε αντίθεση με τα καφέ και τις ταβέρνες, στα οποία οι θαμώνες θα δώσουν το φιλοδώρημα σε μετρητά. «Αρα και αφορολόγητα», διευκρινίζουν εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργάνων των επαγγελματιών του κλάδου, αμφισβητώντας ότι το εν λόγω μέτρο έχει δώσει απάντηση στη φοροδιαφυγή.
Σίγουρα το νέο καθεστώς κάνει τη ζωή του σερβιτόρου δυσκολότερη. Οι πελάτες ξεχνάνε να αφήσουν και όπως λέει ο Οδυσσέας: «Δεν πρέπει να το αφήνεις στην τύχη, πρέπει να το κυνηγάς». Η Λένα εξηγεί ότι στη Νέα Υόρκη τα πράγματα διαφέρουν: «Το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι ο πελάτης αναγκάζεται να σου αφήσει tips, τουλάχιστον 15%-20% επί του λογαριασμού που έχει κάνει, αλλιώς δεν μπορεί να φύγει από το μαγαζί». Στην Ελλάδα, δυστυχώς, αυτό δεν είναι αναγκαστικό. Συχνά παραβλέπεται ή η δουλειά του σερβιτόρου αποτιμάται στα 50 λεπτά του ευρώ…
Το εθνικό επάγγελμα με αριθμούς
Οι ευκαιρίες απασχόλησης που δίνει ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας
Ο κλάδος της εστίασης είναι ένας από τους πιο δυναμικούς της ελληνικής οικονομίας, με το επάγγελμα του σερβιτόρου να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βαριά βιομηχανία της χώρας, τον τουρισμό. Παρά τις δυσκολίες, προσφέρει σταθερές θέσεις εργασίας διευρύνοντας ταυτόχρονα τις ευκαιρίες σε νέους, μεγαλύτερους σε ηλικία και εργαζόμενους που αναζητούν μια δεύτερη δουλειά. Το 2024 οι επίσημα δηλωμένοι εργαζόμενοι στο σέρβις ανήλθαν σε 280.000. Η περιφερειακή κατανομή δείχνει συγκέντρωση στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία, όπου αντιστοιχεί το 43,9% των εργαζομένων (29,3% και 14,6% αντίστοιχα).
Από το 2015 έως το 2024 η απασχόληση στον συγκεκριμένο τομέα αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,3%. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν τα χρόνια της πανδημίας. Το 2020 και το 2021 η απασχόληση κατέγραψε σημαντική πτώση, με το 2021 να βρίσκεται κατά 15% χαμηλότερα σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, το 2023 σημειώθηκε επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα και το 2024 καταγράφηκε νέο ρεκόρ, με αύξηση 4,8%.
Ενδεικτικό της βαρύτητας του επαγγέλματος είναι το ποσοστό που κατέχει η εστίαση στην αγορά εργασίας: 10,1% της πλήρους και 15% της μερικής απασχόλησης. Παράλληλα, η πλήρης απασχόληση αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό, με το ποσοστό των πλήρως απασχολούμενων να ενισχύεται από 83,6% το 2015 σε 89,1% το 2024.
Οσον αφορά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, οι κυριότερες ηλικιακές ομάδες είναι οι 45-64 ετών (34,5%) και οι 30-44 ετών (34%), συγκεντρώνοντας συνολικά το 68,5% των εργαζομένων. Σημαντική είναι, ωστόσο, και η παρουσία των νεότερων. Το ποσοστό των απασχολούμενων ηλικίας 15-24 αυξήθηκε από 10,5% το 2015 σε 15,3% το 2024, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και οι ηλικίες άνω των 65, από 1,5% σε 2,4%. Η τάση αυτή δείχνει ότι το επάγγελμα του σερβιτόρου προσφέρει δυνατότητες απασχόλησης σε ομάδες που δυσκολεύονται να βρουν θέση στην αγορά εργασίας.
-Πορτοκαλάδα θέτε;
Εμβληματικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου όπου σερβιτόροι δίνουν ρεσιτάλ
Ο πρωτάρης
«Αντίληψις, ταχύτης, προθυμία και ευγένεια» είναι οι εντολές που δίνει το αφεντικό στον Θανάση Βέγγο που πρωτοπιάνει δουλειά στην Αθήνα ως σερβιτόρος στην κλασική κωμωδία «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» του 1963. Ωστόσο, στην προσπάθειά του να λειτουργήσει βάσει αυτών των οδηγιών, ο Θανάσης προσκρούει στην πραγματικότητα του μικρόκοσμου του εστιατορίου «Η Αλικαρνασσός». Κάποιος θεωρεί «πιο εκλεκτό» από τις γαρίδες αυγολέμονο τον πατσά, ένας βιάζεται, ενώ άλλος τον καλεί συνεχώς, μια οικογένεια προσπαθεί να πείσει το παιδί της να φάει, αλλά εκείνο δεν θέλει καμία από τις προτάσεις του Θανάση. Η ένταση κλιμακώνεται και τα νεύρα του σερβιτόρου σπάνε τελικά. «Σερβίρει» στα μούτρα του Γιαννάκη το πιάτο με τα μακαρόνια που κρατούσε τόση ώρα και φυσικά απολύεται.
Πώς λένε το προφιτερόλ;
«Χτυποκάρδια στο θρανίο», 1963. Σε μία από τις επικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου, κυρίως λόγω της αξεπέραστης περιγραφής του προφιτερόλ από τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ο Αλέκος Κουρής αποδεικνύεται υπόδειγμα σερβιτόρου σε ακριβό ζαχαροπλαστείο: στέκεται με κατανόηση απέναντι στη δυσκολία του πελάτη να ονοματίσει το γλυκό που επιθυμεί, πρόθυμος να εξηγήσει πώς προφέρεται σωστά στα γαλλικά, ευγενέστατος παρά την αντίδραση του πελάτη («δεν θέλω να το μάθω, θέλω να το φάω»), ενώ κάθε απάντησή του τελειώνει με «Μάλιστα, κύριε». Εως ότου η παραγγελία υποβαθμίζεται σε έναν απογοητευτικό γλυκύ βραστό – τι φιλοδώρημα μπορεί να περιμένει κανείς μετά από αυτό;Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια;
Ο Νίκος Σταυρίδης προσπαθεί να παραγγείλει ένα αναψυκτικό στον Γιάννη Γκιωνάκη στην ασπρόμαυρη ελληνική κωμωδία του 1960 «Τα κίτρινα γάντια». Ο χαζούλης Μπρίλης, ο σερβιτόρος στο εξοχικό καφενείο των Αγίων Θεοδώρων, δεν βιάζεται. Κάνει διευκρινιστικές ερωτήσεις, για να μην υπάρξει κανένα μπέρδεμα: η πορτοκαλάδα που θέλει ο πελάτης θα είναι από πορτοκάλια ή η λεμονάδα από λεμόνια; Ο σπαρταριστός διάλογος άφησε εποχή και ακόμη και σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, ακούγεται σε καθημερινές συζητήσεις:
Οχι από μούσμουλα.
Τι θέτε; Θέτε τίποτα;
Πορτοκαλάδα έχετε;
Πορτοκαλάδα θέτε;
Ναι.
Από πορτοκάλια;
Ενας πελάτης μπορεί να γλυκοκοιτάξει μια σερβιτόρα, αλλά στο «Γοργόνες και μάγκες» του 1968 η σερβιτόρα Μάρθα Καραγιάννη είναι που γλυκοκοιτάζει τον Φαίδωνα Γεωργίτση. Στο ταβερνάκι του νησιού, ιδιοκτησίας του αδελφού της, η Μαρίνα δεν στέκεται στιγμή: σερβίρει μεζέδες και μπίρες και στα διαλείμματα τραγουδάει «ο άνδρας που θα παντρευτώ». Οταν εκείνος μπαίνει, κάθεται σε ένα γωνιακό τραπέζι και παραγγέλνει, η μαγεμένη σερβιτόρα ξεχνά ό,τι ξέρει για την εξυπηρέτηση πελατών και φέρνει τα κεφτεδάκια μαζί με το τηγάνι, για να δεχτεί την αυστηρή παρατήρηση του Γιάννη Βογιατζή στα καθαρευουσιάνικα: «Εν τω τηγανίω τους μετέφερες; Τουτέστιν, υπέπεσες σε τέτοιο σφάλμα;».
protothema.gr