του Κώστα Σακαρέλου
Η «Ημέρα της Γυναίκας» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στις 28 Φεβρουαρίου του 1909 στη Νέα Υόρκη, σε ανάμνηση της μεγάλης εκδήλωσης διαμαρτυρίας που είχαν πραγματοποιήσει στις 8 Μαρτίου του 1857, στην πόλη αυτή, οι εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας, ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Η εν λόγω εκδήλωση θεωρείται ως μια από τις πρώτες κινήσεις διεκδίκησης δικαιωμάτων από γυναίκες.
Η πρόταση καθιέρωσης της 8ης Μαρτίου ως «Διεθνούς Ημέρα της Γυναίκας» κατατέθηκε το 1910 στη Διεθνή Διάσκεψη των Γυναικών.
Εξίσου σημαντική όμως ήταν και η διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου. Οι γυναίκες συμμετείχαν για πρώτη φορά σε εκλογές, το 1917, στη Ρωσία. Έκτοτε, η 8η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική αργία στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ το 1975 υιοθετήθηκε ως «Ημέρα της Γυναίκας» και από τα Ηνωμένα Έθνη.
Στην Ελλάδα, η «καθολική» ψηφοφορία, που καθιερώθηκε το 1864, αφορούσε αποκλειστικά τους άνδρες. Η συμμετοχή των Ελληνίδων σε εκλογές ήταν, τότε, αδιανόητη. Για τον λόγο αυτό, πολλές από αυτές, που πίστευαν στην ισότητα των δύο φύλων, άρχισαν έκτοτε διαρκείς αγώνες για τη διεκδίκηση και την κατάκτηση του δικαιώματός τους στο «εκλέγειν», αρχικά.
Στα τέλη του 19ου αιώνα έκανε την εµφάνισή του στα μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ένα ρεύµα υπέρ της «ισότητας των δυο φύλων», το οποίο εκφραζόταν, κύρια, μέσα από τις στήλες της «Εφηµερίδος των Κυριών», ενός εβδομαδιαίου περιοδικού που κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου 1887 και που είναι το πρώτο περιοδικό στην Ελλάδα, το οποίο γραφόταν αποκλειστικά από γυναίκες.
Το 1920 σηματοδότησε το τέλος της συστηματικής γυναικείας αμφισβήτησης. Τη χρονιά εκείνη οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν οργανωμένα το δικαίωµά τους στη µόρφωση και την εργασία, καθώς και πλήρη πολιτικά δικαιώµατα. Για τον συντονισμό των προσπαθειών τους για την πολιτική, κοινωνική και οικονοµική εξίσωσή τους με τους άντρες ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο υπέρ των ∆ικαιωµάτων της Γυναικός».
Πρόταση να δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου κατατέθηκε, για πρώτη φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, στις 19 Μαΐου 1922, από βουλευτή υποστηριζόμενο από τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Βούλγαρη, κατά τη διάρκεια συνταγματικής συνέλευσης. Η εν λόγω πρόταση συγκέντρωσε οριακή πλειοψηφία των παρόντων, απέτυχε όμως να πάρει την ευρεία υποστήριξη του 80%, που απαιτούνταν για να προστεθεί στο Σύνταγμα.
Το 1925 ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις και εγκρίθηκε ένας νόμος που επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίζουν στις τοπικές εκλογές, εφόσον ήταν από 30 ετών και πάνω και εφόσον είχαν παρακολουθήσει τουλάχιστο την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ο εν λόγω νόμος παρέμενε ανεφάρμοστος, γι’ αυτό και οι γυναίκες, με κινητοποιήσεις τους, διεκδίκησαν την εφαρμογή του στις κοινοτικές και δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1927, καθώς και σ’ εκείνες του Μαρτίου του 1929. (1)
Στην κατεύθυνση αυτή, την 1η Απριλίου του 1929 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο θέατρο «Κεντρικόν», συγκέντρωση υπέρ της παροχής ψήφου στις γυναίκες στις επικείμενες, τότε, κοινοτικές και δημοτικές εκλογές, στην οποία μίλησαν, εκτός από τις εκπροσώπους του γυναικείου φύλου, εκπρόσωποι της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών και της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, καθώς και ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, οι οποίοι τάχτηκαν υπέρ της παροχής ψήφου στις γυναίκες. Στο τέλος της συγκέντρωσης συντάχτηκε, αναγνώστηκε και εγκρίθηκε ψήφισμα, το οποίο, μεταξύ των άλλων, όριζε πως έπρεπε «1ον να εκδοθή αμέσως το διάταγμα της χορηγήσεως δημοτικής ψήφου εις τας γυναίκας, διότι κάθε αναβολή θα ήτο αδικία όχι μόνον δια την Ελληνίδα αλλά και δι’ ολόκληρον την κοινωνίαν και 2ον να υποβληθή υπό της Κυβερνήσεως εις την Βουλήν πρότασις νόμου, δια να λείψουν από τον δημοτικόν νόμον όλοι οι περιορισμοί ως προς την ηλικίαν και την αγραμματοσύνην.» (2)
Οι Ελληνίδες συμμετείχαν για πρώτη φορά σε αρχαιρεσίες, στις δημοτικές εκλογές του Πειραιά, στις 14 Δεκεμβρίου 1930. Σ’ εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, όμως, μόνο 240 γυναίκες άσκησαν το δικαίωμά τους. Η συμμετοχή τους, αν και μικρή, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Ακόμα και άνθρωποι της διανόησης και του πνεύματος, ανάμεσά τους και αρκετοί πανεπιστημιακοί, υποστήριζαν πως «τις ημέρες που οι γυναίκες έχουν περίοδο είναι ανισόρροπες και σε έξαλλη πνευματική κατάσταση» και, ως εκ τούτου, «η ψήφος τους είναι επικίνδυνη και αποκρουστέα». Θεωρούσαν «κατάπτωση» την ψήφο των γυναικών, υποστηρίζοντας πως όσες δεν πήγαν να ψηφίσουν «τήρησαν την παράδοσιν της Ελληνίδος» και «ήταν προς τιμήν των.»
Παρόμοιες αντιδράσεις υπήρξαν σε πολλές πόλεις και χωριά της πατρίδας μας. Έγραφε σχετικά η εφημερίδα «Ρουμελιώτης» στις 06 Απριλίου του 1929, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της, με τίτλο: «ΑΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΑΙ δια την απόφασιν της ψήφου των γυναικών»: (3)
«Φωτιά με λάμψιν παρμένην από τον δαυλόν του Καψάλη η τηλεγραφική διαμαρτυρία την οποίαν αι κυρίαι και μητέρες του Μεσολογγίου απηύθυναν κατά της ψήφου που ζητούν δια τας Ελληνίδας με ιλαροτραγικόν θόρυβον, αι ολίγαι νεογυναίκες των Αθηνών.
Μεσολογγίτισσαι αντάξιαι των μητέρων των και προμητέρων των που με τα βρέφη εις την αγκαλιά και με την μπαρούτη εις τα χέρια εμάχοντο κατά του τυράννου και ανετινάσσοντο εις τον αέρα υπέρ της Ελληνικής θρησκείας, της Ελληνικής οικογενείας και της Ελληνικής Πατρίδος, που προσπαθούν αλλά ματαίως ν’ ανατινάξουν εις τον αέρα μυαλά κούφια από ελληνικά ιδανικά, παραγεμισμένα από παθολογικήν ξενομανίαν, μυαλά γυναικεία που είνε ζήτημα αν ησθάνθησαν ή θα αισθανθούν ποτέ ιερόν πόνον της Ελληνικής Μητρότητος.»
Παρά τις αντιδράσεις το γυναικείο κίνημα δυνάμωνε. Στο Αγρίνιο συστάθηκε μέχρι και επιτροπή διοργάνωσης καλλιστείων για την ανάδειξη της «ΜΙΣ ΑΓΡΙΝΙΟΝ»! Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η «Ένωσις των Συντακτών Α.Ε., επιθυμούσα όπως αντιπροσωπευθή και η πόλις του Αγρινίου εις τον γεννησόμενον υπό την αιγίδα αυτής, διαγωνισμόν των Καλλιστείων, δια την ανάδειξιν της “Μις Ελλάδος 1930”, ήτις θα διεκδικήση εις Παρισίους και ακολούθως εις Ρίον Ιανέϊρον τα παγκόσμια πρωτεία της γυναικείας καλλονής, απέστειλε έγγραφον προς τον κ. Δήμαρχον, όπως ενισχύση την επιτροπήν την αναλαβούσαν εν Αγρινίω την σχετικήν κίνησιν.» (4)
Για την πανελλήνια εφαρμογή του νόμου, σε κάθε Κοινότητα και σε κάθε Δήμο της χώρας, συγκροτήθηκαν τριμελείς επιτροπές καταγραφής των γυναικών που πληρούσαν τις προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, είχαν το δικαίωμα ψήφου. Καθεμιά από τις εν λόγω επιτροπές απαρτιζόταν από τον τοπικό Άρχοντα, που ασκούσε χρέη Προέδρου, έναν εκλογέα δημότη και μια γυναίκα, την οποία όριζε με απόφασή του το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο. (5)
Παρόλα αυτά, οι αντιδράσεις συνεχίζονταν. Κυρίως στις κλειστές κοινωνίες των μικρών χωριών. Έγραφε σχετικά στην εφημερίδα «Ρουμελιώτης» ο Φώτιος Τσιριγγούλης, από τη Ρωσκά Ευρυτανίας: (6)
ΡΩΣΚΑ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ. – Κύριε Διευθυντά του «Ρουμελιώτη», σας παρακαλώ δημοσιεύσατε τα εξής εις τον αγαπητόν μας «Ρουμελιώτη» δια να μάθουν αι εν Αθήναις φεμινίστριαι του «αγώνα της γυναίκας» τι υποδοχήν ηύρε εδώ εις τα χωριά μας η … γυναικεία ψήφος.
Την 8ην τρ. μ. Απριλίου μας ανεκοίνωσεν ο Πρόεδρος της Κοινότητός μας διαταγήν του κ. Νομάρχου δι’ ης διατάσσει την σύστασιν επιτροπής συντάξεως γυναικείων εκλογικών καταλόγων και της οποίας πρέπει να συμμετάσχη ως μέλος και μία γυναίκα. Λοιπόν, μόλις ανέφερεν ο Πρόεδρος εις τας γυναίκας ότι απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, τον εθεώρησαν δια τρελλόν και παρ’ ολίγον να τον λιθοβολήσουν. Αλλ’ όταν πλέον εβεβαιώθησαν ότι ο Πρόεδρος δεν αστειεύεται, είπον:
«Μπα κακό που μας βρήκε, τι να ’ταν τούτο γυναικούλες μου;»
Και εις ερώτησιν του Προέδρου εάν θέλουν την ψήφον ή όχι, απαντούν:
«Ημείς δε θέλουμι ψήφου.»
«Αλλά, τι;» ερωτά ο Πρόεδρος.
«Θέλουμι να ’χουμι αλεύρ’ να ζμώνουμι, να φλάμι τα πιδιά μας, να κμανταρίζουμι του σπιτ’ κι να βουηθάμι τς άντρις μας στου χουράφ’, στα πρόβατα κι σ’ ότ’ δλιές έχνι κι τουν ψήφου έχειτέ τουν ισείς.»
Και κατέληξαν με τον εξής επίλογον:
Αλλά ξέρουμι ’μείς ποιος τα κάν’ αυτά. Τα κάν’ ηκείνις οι ξετσίπουτις τς πουλιτείεις π’ δεν έχνει άλλα να φκιάσνι κι κάθουντι κι ασπρίζνει του λαιμό κι τα πουδάρια κι χαχανίζνι κι κουκουτεύουντι με τον έναν κι μι τουν άλλουν, κι τώρα θέλνει κι ψήφου οι παληουκαρακάξις π’ ντρόπιασαν του γυναικείου φύλου… Τι είχαμι θειούλη μ’ ν’ ακούσουμι;»
Λοιπόν, αυτήν την απήχησιν εύρεν η γυναικεία ψήφος εδώ εις τα χωριά μας και πάρτε το γραμμένο όσος καιρός αν παρέλθη ποτέ η χωριάτισσα δεν θα χρειασθή ψήφον, διότι ο προορισμός της είναι η νοικοκυρωσύνη και να γεννά και μεγαλώνει τσολιάδες. Εκτός αν ο ουρανός γυρίση από κάτω και η γη έλθη από πάνω.
Οι αντιδράσεις δεν πτόησαν την κεντρική εξουσία. Πλήρη δικαιώματα συμμετοχής των γυναικών δόθηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου του 1934. Η προσέλευσή τους όμως στις κάλπες κυμάνθηκε, για άλλη μια φορά, σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ψήφισαν μόνο 15.000, παρά το γεγονός ότι ήταν περισσότερες από τους άντρες, σε συνολικό πληθυσμό 6,8 εκατομμυρίων. Ως σοβαρότερος λόγος αποχής θεωρήθηκε ο μισογυνισμός που κυριαρχούσε ως αντίληψη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα.
Στις εθνικές εκλογές που οργάνωσε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.) στη διάρκεια της Κατοχής και πραγματοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 1944, οι Ελληνίδες των ελεύθερων περιοχών της χώρας μας ψήφισαν για πρώτη φορά για τη συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου. Μάλιστα, στις εκλογές εκείνες, πέντε γυναίκες εκλέχτηκαν Εθνοσύµβουλοι.
Μετά την απελευθέρωση, σε επίπεδο επικράτειας, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956. Είχε προηγηθεί η συµµετοχή γυναικών εκλογέων την περίοδο 1953 – 1954 σε έξι αναπληρωµατικές εκλογές· στην πρώτη μάλιστα από εκείνες, που έγινε στη Θεσσαλονίκη, εκλέχτηκε η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής, η Ελένη Σκούρα. Η Λίνα Τσαλδάρη υπήρξε η πρώτη γυναίκα υπουργός στην Ελλάδα. Βέβαια, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών είχαν κατοχυρωθεί έναν χρόνο νωρίτερα, µε ερµηνευτική δήλωση στο Σύνταγµα του 1952, σχετική µε τη δυνατότητα καθορισµού του εκλογικού δικαιώµατος των γυναικών µε νόµο.
Σήµερα, η γυναικεία ψήφος είναι κατοχυρωμένη και διαθέτει αδιαφιλονίκητη συνταγµατική βάση στο Σύνταγµα του 1975, που ρητά προβλέπει ότι «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώµατα και υποχρεώσεις» (άρθρο 4 παρ. 2).
Πηγές:
(1) Ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια «Βικιπαίδεια»
(2) εφημερίδα «Νεολόγος» των Πατρών, 01/04/1929, έτος ΛΕ, αριθμός φύλλου 87, σελίδα 4
(3) εφημερίδα «Ρουμελιώτης», 06/04/1929, αριθμός φύλλου 188, ΒΒ 53, σελίδα 1
(4) εφημερίδα «Ρουμελιώτης», 21/12/1929, αριθμός φύλλου 225, ΒΒ 201, σελίδα 3
(5) εφημερίδα «Ρουμελιώτης», 12/04/1930, αριθμός φύλλου 241, ΒΒ 261, σελίδα 3
(6) εφημερίδα «Ρουμελιώτης», 03/05/1930, αριθμός φύλλου 244, ΒΒ 274, σελίδα 4